Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὰ λευκά

См. также в других словарях:

  • λεύκα — λεύκα, η και λεύκη, η είδος φυλλοβόλου δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευκά — Λευκάς mountain deadnettle fem voc sg Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc/acc dual Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc sg (doric aeolic) Λευκά̱ , Λευκής masc nom/voc/acc dual (doric) Λευκής masc voc sg (doric) Λευκής masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκά — λευκάς mountain deadnettle fem voc sg λευκόν white neut nom/voc/acc pl λευκός light neut nom/voc/acc pl λευκά̱ , λευκός light fem nom/voc/acc dual λευκά̱ , λευκός light fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκά Όρη — I Ορεινός όγκος (ψηλότερη κορυφή: Πάχνες, 2.452 μ.) της δυτικής Κρήτης, στον νομό Χανίων. Ονομάζεται και Μαδάρες, εξαιτίας της ελάχιστης βλάστησης. Τα Λ.Ό. εκτείνονται από το βόρειο τμήμα του νομού, όπου χαμηλώνουν ομαλά στις πρώην επαρχίες… …   Dictionary of Greek

  • Λέυκα Όρη — Sp Lèfka Òris Ap Λέυκα Όρη/Lefka Ori L kk. Kretoje, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • λεύκα — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.080 μ., 95 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τους νομούς Φωκίδος, Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, 148 χλμ. ΒΑ του… …   Dictionary of Greek

  • λευκά αιμοσφαίρια — Βλ. λ. λευκοκύτταρα …   Dictionary of Greek

  • Λεύκα Βομβοκούς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ, 73 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου …   Dictionary of Greek

  • λεύκα ή λεύκη — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων δέντρων του γένους πόπουλος (Pupulus), της οικογένειας των ιτεϊδών ή σαλικιδών. Είναι φυλλοβόλα δέντρα, ύψους 15 μέχρι 20 μ., με λευκωπό φλοιό και φύλλα με πυκνό και λευκό χνούδι στην κάτω επιφάνεια. Από τα πιο… …   Dictionary of Greek

  • Λευκᾷ — Λευκή fem dat sg (doric aeolic) Λευκής masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκᾷ — λευκός light fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»